- δικαζομένων
- δικάζωBis Acc.pres part mp fem gen plδικάζωBis Acc.pres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάδικος — ο (AM διάδικος) αυτός που δικάζεται είτε ως αντίδικος είτε ως ομόδικος 2. ο μάρτυρας 3. ο διαιτητής 4. ο τιμωρός διώκτης αρχ. το έτερο τών δικαζόμενων μερών … Dictionary of Greek
νείκος — νεῑκος, τὸ (Α) 1. έριδα, φιλονικία («οὐδὲν ἔτι πλέον ἐγένετο τούτων ἐς νεῑκος φέρον Ἴωσι», Ηρόδ.) 2. λογομαχία, ύβρη («Αἶαν νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.) 3. δικαστικός αγώνας, διαφορά, φιλονικία σε δίκη («κρίνων νείκεα πολλά δικαζομένων… … Dictionary of Greek